διαφωτίζω

διαφωτίζω
[диафотиэо] р. освещать, просвещать, разъяснять.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "διαφωτίζω" в других словарях:

  • διαφωτίζω — διαφωτίζω, διαφώτισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διαφωτίζω — (ΑΝ) 1. φωτίζω εντελώς 2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω νεοελλ. απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων αρχ. 1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας 2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • διαφωτίζω — διαφώτισα, διαφωτίστηκα, διαφωτισμένος, αποκαλύπτω την αλήθεια, ενημερώνω σωστά: Με διαφώτισες πραγματικά για το χαρακτήρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαφωτιζόντων — διαφωτίζω enlighten pres part act masc/neut gen pl διαφωτίζω enlighten pres imperat act 3rd pl διαφωτίζω enlighten pres part act masc/neut gen pl διαφωτίζω enlighten pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωτίζει — διαφωτίζω enlighten pres ind mp 2nd sg διαφωτίζω enlighten pres ind act 3rd sg διαφωτίζω enlighten pres ind mp 2nd sg διαφωτίζω enlighten pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωτίζον — διαφωτίζω enlighten pres part act masc voc sg διαφωτίζω enlighten pres part act neut nom/voc/acc sg διαφωτίζω enlighten pres part act masc voc sg διαφωτίζω enlighten pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωτίζοντα — διαφωτίζω enlighten pres part act neut nom/voc/acc pl διαφωτίζω enlighten pres part act masc acc sg διαφωτίζω enlighten pres part act neut nom/voc/acc pl διαφωτίζω enlighten pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωτίζουσι — διαφωτίζω enlighten pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαφωτίζω enlighten pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διαφωτίζω enlighten pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διαφωτίζω enlighten pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωτίσαι — διαφωτίζω enlighten aor inf act διαφωτίσαῑ , διαφωτίζω enlighten aor opt act 3rd sg διαφωτίζω enlighten aor inf act διαφωτίσαῑ , διαφωτίζω enlighten aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωτίσομεν — διαφωτίζω enlighten aor subj act 1st pl (epic) διαφωτίζω enlighten fut ind act 1st pl διαφωτίζω enlighten aor subj act 1st pl (epic) διαφωτίζω enlighten fut ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαφωτισθείσης — διαφωτίζω enlighten aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) διαφωτίζω enlighten aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»